- ἄφερτον
- ἄφερτοςinsufferablemasc/fem acc sgἄφερτοςinsufferableneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόστριμμα — ίμματος, τὸ, Α [προστρίβω] 1. αυτό που έχει τριφθεί πάνω σε ή με κάτι άλλο 2. (ιδίως για ντροπή, στίγμα) αυτό που έχει προσαφθεί σε κάποιον («πόλει πρόστριμμα ἄφερτον ἐνθείς», Αισχύλ.) 3. σύντριμμα, θραύσμα … Dictionary of Greek